- κρώζω
- αμετ. каркать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρώζω — croak pres subj act 1st sg κρώζω croak pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώζω — κρώζω, έκρωξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κρώζω — (AM κρώζω) 1. (για τον κόρακα, την κουρούνα ή άλλα πτηνά) εκβάλλω κρωγμούς, φωνάζω κρα κρα («μή τοι ἐφεζομένη κρώζῃ λακέρυζα κορώνη», Ησίοδ.) 2. (για πρόσωπα) κραυγάζω με βραχνή φωνή («τοῡτο μέν, ὦ γραῡ, σαυτῇ κρώξαις», Αριστοφ.) αρχ. (για άμαξα) … Dictionary of Greek
κρώζω — έκρωξα (για κοράκι, κουρούνα κτλ.), κράζω, βγάζω κραυγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρώζῃ — κρώζω croak pres subj mp 2nd sg κρώζω croak pres ind mp 2nd sg κρώζω croak pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώζει — κρώζω croak pres ind mp 2nd sg κρώζω croak pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώζοντα — κρώζω croak pres part act neut nom/voc/acc pl κρώζω croak pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώζουσιν — κρώζω croak pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κρώζω croak pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκρωζον — κρώζω croak imperf ind act 3rd pl κρώζω croak imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωζούσης — κρώζω croak pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρώζειν — κρώζω croak pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)